ἀγκίστρου

ἀγκίστρου
ἄγκιστρον
fish-hook
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • GR-62 — Präfektur Serres Νομός Σερρών Basisdaten Staat: Griechenland Verw …   Deutsch Wikipedia

  • Serres (Präfektur) — Präfektur Serres Νομός Σερρών Basisdaten (April 2010)[1] Staat: Griechen …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… …   Dictionary of Greek

  • αγκιστρωτός — ή, ό (Α ἀγκιστρωτός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα αγκίστρου, ο αγκιστροειδής αρχ. (για βέλη) αυτός που έχει αγκιστροειδή αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀγκιστροῦμαι, νεοελλ. αγκιστρώνω] …   Dictionary of Greek

  • αγκιστρώνω — (AM ἀγκιστροῡμαι, όομαι) 1. συλλαμβάνω με αγκίστρι 2. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι 3. δίνω σε κάτι το σχήμα αγκίστρου, κάμπτω 4. κρεμώ κάτι από άγκιστρο, γαντζώνω νεοελλ. μσν. έλκω, αιχμαλωτίζω αρχ. 1. (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2 (για ψάρια)… …   Dictionary of Greek

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • κολλέμβολα — Τάξη απτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει μικρά –μικρότερα από 6 χιλιοστά σε μήκος– έντομα χωρίς φτερά, τα οποία είναι σε θέση να εκτελούν μεγάλα άλματα, χάρη σε ένα όργανο που διαθέτουν. Το όργανο αυτό, γνωστό με την ονομασία δικρανίδιο,… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”